"Ανδρέας Σχοινάς"
Ο Ανδρέας Σχοινάς γεννήθηκε το 1950 στη Νίκαια του Πειραιά. Σπούδασε αρχιτεκτονικό σχέδιο και εργάστηκε επί δεκαετία σε τεχνικό γραφείο. Το 1987 παρακολούθησε το σεμινάριο φωτογραφίας του Πλάτωνα Ριβέλλη και άρχισε να εργάζεται αρχικά στο φωτογραφικό κατάστημα Φωτοχώρος και στη συνέχεια στο σωματείο Φωτογραφικός Κύκλος, του οποίου υπήρξε ιδρυτικό μέλος, και μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου από την ίδρυσή του το 1988 έως και σήμερα. Μέχρι και το 2006 ήταν υπεύθυνος σκοτεινού θαλάμου στον Φωτογραφικό Κύκλο και δίδασκε την πρακτική των εμφανίσεων και εκτυπώσεων στα μέλη και στους μαθητές των σεμιναρίων. Από το 1995 ξεκίνησε τη φωτογράφιση γάμων και βαφτίσεων, τομέας με τον οποίο ασχολείται ακόμα και στον οποίο διακρίνεται ιδιαίτερα.
Ο Ανδρέας Σχοινάς έχει λάβει μέρος στις πολυάριθμες ομαδικές εκθέσεις του Φωτογραφικού Κύκλου και έχει πραγματοποιήσει δύο ατομικές εκθέσεις στον Φωτοχώρο στην Αθήνα, δύο στο Γαλλικό Ινστιτούτο στη Θεσσαλονίκη, μία ατομική έκθεση στο Πολιτιστικό Στέκι Διάβαση και μία στη σχολή Ελληνογερμανική Αγωγή. Φωτογραφίες του περιλαμβάνονται στα ομαδικά λευκώματα του Φωτογραφικού Κύκλου και σε τρεις μονογραφίες του Γειτονιά, Ημέρα γάμου (εκδόσεις Φωτοχώρος) και Το γιαπί (έκδοση της Ελληνογερμανικής Αγωγής).
"Ο Ανδρέας έχει ένα μεγάλο χάρισμα που δεν έχει σχέση με τη φωτογραφική του δεινότητα αλλά με την προσωπικότητά του. Δεν τρομάζει τους ανθρώπους με την παρουσία του. Και έτσι όλοι αφήνονται με εμπιστοσύνη και ηρεμία στον φακό του. Είτε είναι παιδιά, είτε γέροι, πλούσιοι ή φτωχοί, Έλληνες ή αλλοδαποί, ωραίοι, αδιάφοροι, ή άσχημοι. Έχει επίσης την ικανότητα και ευφυΐα –και αυτή τη φορά αναφέρομαι σε φωτογραφικές αρετές– να δημιουργεί πάντοτε (ακόμα και στις σχετικά πιο ασήμαντες φωτογραφίες του) ένα ενδιαφέρον κάδρο και μια στιβαρή αλλά –το υπογραμμίζω– διακριτική φόρμα. Μια φόρμα που ουδέποτε παρεμβαίνει για να ταράξει το περιεχόμενο, αλλά που είναι πάντοτε παρούσα. Η πληθώρα των μικρογεγονότων που περιλαμβάνουν οι φωτογραφίες εξαφανίζονται κάτω από το κυρίαρχο φωτογραφικό γεγονός που γεννιέται από την παρέμβαση του κάδρου του. Και ο θεατής έχει πάντοτε την αίσθηση ότι καθοδηγείται από τον φωτογράφο στο καίριο σημείο που συνιστά αυτό το φωτογραφικό γεγονός. Εντούτοις πρόκειται για μια αίσθηση απατηλή, διότι οι λεπτομέρειες που συνθέτουν τη φωτογραφία ήταν και είναι συνεχώς παρούσες, με τη μόνη διαφορά ότι ουδέποτε κραυγάζουν. Έτσι μια πολυσύνθετη φωτογραφία παρουσιάζεται πάντοτε σαν μια πολύ απλή καταγραφή. Ό,τι συμβαίνει όμως στη φόρμα, έχει το αντίστοιχό του στο περιεχόμενο. Το γέλιο που συνήθως προκαλούν οι φωτογραφίες του Ανδρέα Σχοινά δεν είναι παρά η πόρτα εισόδου της φωτογραφίας. Μια πιο επίμονη θεώρησή της αποκαλύπτει παράλληλα –ή σε δεύτερο επίπεδο– πότε μια θλίψη, πότε μια συμπόνια, πότε μια ειρωνεία. Τα παιδιά των φωτογραφιών του Ανδρέα είναι πάντοτε μόνα. Τα ζευγάρια πάντοτε αγκαλιασμένα. Οι γέροι ουδέποτε αποκρουστικοί ή τραγικοί, αλλά μάλλον τρυφεροί. Οι καθωσπρέπει συχνά αχαλίνωτοι και οι φουκαράδες ή οι τρελοί απρόσμενα σοβαροί.
Ο κόσμος του Ανδρέα είναι ο πιο συνηθισμένος κόσμος της σημερινής ελληνικής πραγματικότητας. Παπάδες, γλέντια και γάμοι, ποδόσφαιρο, λιτανείες και τελετές. Εντούτοις έχουμε συνεχώς την εντύπωση ότι ο Ανδρέας βλέπει πράγματα που δεν υπάρχουν και παρουσιάζει γεγονότα που δεν συμβαίνουν. Το βλέμμα του όμως έχει μάθει να διαπερνά το προφανές και το κάδρο του να αναδεικνύει το κοινότοπο. Ο φακός του είναι ένας θεατρικός προβολέας που απλώς επισημαίνει και υπογραμμίζει εκείνα που το βλέμμα του κοινού θεατή αδυνατεί πλέον να διακρίνει.
Δεν ξέρω αν θα μπορούσε κανείς να χαρακτηρίσει με μια λέξη το περιεχόμενο αυτών των φωτογραφιών. Είναι άραγε ουμανιστικές; Αποπνέουν την αγάπη του Ανδρέα για τους ανθρώπους και τη χαρά του για τη ζωή; Εκφράζουν τη σχέση τους με τους εικονιζόμενους; Τίποτα δεν είναι σίγουρο. Γιατί η δύναμη των φωτογραφιών βρίσκεται στις αντιφάσεις τους. Αυτός άλλωστε είναι και ένας από τους λόγους που θα τις έκανε ακατάλληλες για οποιαδήποτε επαγγελματική χρήση, η οποία απαιτεί μονοσήμαντες πληροφορίες. Ο Ανδρέας προσεγγίζει χωρίς καμία αμφιβολία με αγάπη τους φωτογραφιζόμενους. Ταυτόχρονα όμως αποκαλύπτει τις αδυναμίες τους, έτσι ώστε η χαρά της επιφάνειας να συμπληρώνεται, χωρίς όμως να σκιάζεται, από τη λύπη που κρύβεται στο υπόβαθρο. Ο κόσμος του Ανδρέα, από όπου και αν προέρχεται, έχει αποχρώσεις μιας ιδιότυπης Αυλής των Θαυμάτων. Τα παιδάκια είναι πιο σοβαρά από όσο θα περίμενε κανείς και πάντοτε απελπιστικά μόνα τους. Οι παπάδες έχουν σημαντικότερο ρόλο σαν σύμβολα και πρόσωπα μιας κοινωνίας και λιγότερο σαν θρησκευτικοί λειτουργοί. Οι πτωχοί τω πνεύματι και οι πτωχοί κατά το βαλάντιο είναι αδελφοί όλων των άλλων, αστών ή εύπορων. Αλλά τίποτα δεν θα ήταν τόσο σύνθετο και πυκνό αν έλλειπε το ιδιότυπο χιούμορ του Ανδρέα, ένα χιούμορ όχι σαρκαστικό, σαν του Winogrand, ούτε σκληρό σαν της Arbus. Πρόκειται για το γέλιο του Ανδρέα, ο οποίος αγαπάει τελικά, ίσως όχι τόσο τους μεμονωμένους ανθρώπους, όσο την τρέλα τους, την ιδιορρυθμία τους, ακόμα και τη μιζέρια τους. Γι’ αυτό και οι άνθρωποι τού δείχνουν εμπιστοσύνη, γιατί στο βλέμμα του αναγνωρίζουν την ανοχή, την κατανόηση και την τρυφερότητα που ο ίδιος νιώθει για αυτόν τον κόσμο, που για εκείνον είναι όλοι, όλος ο κόσμος."
(Απoσπάσματα από τον πρόλογο του Πλάτωνα Ριβέλλη σε
κατάλογο έκθεσης με τις φωτογραφίες του Ανδρέα Σχοινά)